- φιλοσκύλαξ
- -ακος, ὁ, ἡ, ΜΑαυτός που αγαπά τους σκύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσκύλακος — φιλοσκύλαξ fond of dogs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek